ὁμηγυρίζομαι

ὁμηγυρίζομαι
ὁμ-ηγυρίζομαι, aor. inf. ὁμηγυρίσασθαι: assemble, convoke, Od. 16.376†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομηγυρίζομαι — ὁμηγυρίζομαι (Α) [ομήγυρις] συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ὁμηγυρίζονται — ὁμηγυρίζομαι assemble pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγυρίσασθαι — ὁμηγυρίζομαι assemble aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”